- подвести
- -веду, -ведёшь, παρλθ. подвёл, -вела, -ло, παρλθ. χρ. подведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подведенный, βρ: -ден, -дена, -оρ.σ.μ.1. οδηγώ, φέρνω κοντά, πλησιάζω, σιμώνω, προσεγγίζω. || φτάνω, φέρω ως ενώνω.2. βάζω, θέτω, τοποθετώ κάτω απο. || χτίζω, φτιάχνω. || μτφ. ερευνώ, ψάχνω να βρω (επιχειρήματα κ.τ.τ.).μτφ. βάζω, υποτάσσω.3. φέρω σε δύσκολη θέση. || μτφ. περιάγω, φέρω, οδηγώ.4. κάνω, εκτελώ•
подвести счёт κάνω λογαριασμό.
5. βάφω, χρωματίζω ελαφρά• φτιασιδώνω, μακιγιάρω,6. (απράσ.) ξεπέφτω, αδυνατίζω,εξαντλούμαι.εκφρ.подвести часы – βάζω το ωρολόγι (φέρω τους δείχτες στην ακριβή ώρα)•живот (желудок) -ло – η κοιλιά ή το στομάχι διαμαρτύρεται (θέλω να φάω).-йсь βάφομαι, χρωματίζομαι ελαφρά φτιασιδώνομαι, μακιγιάρομαι.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.